νιτρικό οξύ

νιτρικό οξύ
Χημική ανόργανη ένωση (H-ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό κάλιο (ΚΝΟ3), το νιτρικό νάτριο (Na-ΝΟ3), το νιτρικό ασβέστιο [Ca(NO3)2]· βρίσκεται επίσης ελεύθερο στην ατμόσφαιρα σε ελάχιστες ποσότητες, ως παράγωγο των ηλεκτρικών εκκενώσεων κατά τις καταιγίδες. Το ν. ο. μπορεί να παρασκευαστεί σε βιομηχανική κλίμακα με τρεις μεθόδους: με οξείδωση της αμμωνίας, με σύνθεση από τα στοιχεία του, και από το νιτρικό νάτριο. Η οξείδωση της αμμωνίας (μέθοδος Όστβαλντ) είναι αυτή που εφαρμόζεται περισσότερο σήμερα ως οικονομικότερη· συνίσταται στην οξείδωση της αμμωνίας σε οξείδιο του αζώτου με το οξυγόνο του αέρα: η επεξεργασία γίνεται γενικά σε θερμοκρασία 700°C με παρουσία καταλυτών λευκοχρύσου. Το παραγόμενο προϊόν επεξεργάζεται με νερό και δίνει νιτρικό οξύ. Η συνθετική μέθοδος, η οποία είναι σχεδόν σε αχρηστία ως πολυδάπανη, μελετήθηκε από δύο Νορβηγούς στην αρχή του αιώνα μας, τον Μπίρκελαντ και τον Έυντε, οι οποίοι κατόρθωσαν να μετασχηματίσουν το άζωτο του ατμοσφαιρικού αέρα σε νιτρικό οξύ, κάνοντας ένα ρεύμα αέρα να περάσει από μια ηλεκτρική κάμινο, όπου, σε θερμοκρασία 3.000°C, μεταξύ δύο ηλεκτροδίων χαλκού σχηματιζόταν βολταϊκό τόξο και έτσι πραγματοποιόταν η αντίδραση της σύνθεσης μεταξύ αζώτου και οξυγόνου· το παραλαμβανόμενο προϊόν αντιδρούσε με νερό και έδινε νιτρικό οξύ. Η τρίτη μέθοδος, η οποία εφαρμοζόταν ως τις αρχές του 20ου αι., συνίσταται στην επεξεργασία νιτρικού νατρίου με θειικό οξύ σε αποστακτικά κέρατα χυτοσιδήρου· από την αντίδραση αυτή προκύπτει νιτρικό οξύ και θειικό νάτριο. Το νιτρικό οξύ είναι υγρό υδαρές, άχρωμο, ερεθιστικής οσμής, ατμίζει στον αέρα, είναι διαλυτό στο νερό, αποσυνθέτεται με το φως και τη θερμότητα, ελευθερώνοντας υποξείδιο, το οποίο - διαλυόμενο σ’ αυτό - του δίνει χρώμα κίτρινο. Είναι οξύ ισχυρό, διαλύει τα περισσότερα μέταλλα, εκτός από τα ευγενή και μερικά άλλα· ενεργεί ως δραστικό οξειδωτικό, επειδή αποσυντίθεται εύκολα ελευθερώνοντας οξυγόνο· πολλές οργανικές ουσίες οξειδούνται τόσο βίαια με το νιτρικό οξύ, ώστε μπορεί και να αναφλεγούν. Πυκνό, είναι αρκετά επικίνδυνο για τον ανθρώπινο οργανισμό, είτε με τα τοξικά αέρια που ελκύονται κατά την αποσύνθεση του, είτε επειδή οξυδώνει τις πρωτεΐνες των ιστών· διαλυμένο αντιδρά με το δέρμα, χρωματίζοντας το κίτρινο, και προκαλεί μια τυπική αντίδραση των πρωτεϊνών, την ξανθοπρωτεϊνική αντίδραση. Ένα μείγμα από τρία μέρη υδροχλωρικού οξέος και ένα νιτρικού οξέος σχηματίζει το «βασιλικό ύδωρ», που διαλύει τα ευγενή μέταλλα, συμπεριλαμβανόμενου και του χρυσού. Το νιτρικό οξύ αντιδρά με τις οργανικές ενώσεις και δίνει νιτροπαράγωγα, ενδιαφέροντα ως ενδιάμεσα προϊόντα πολλών συνθετικών αντιδράσεων. Το νιτρικό οξύ έχει τη μεγαλύτερη εφαρμογή στη βιομηχανία, όπως π.χ. στην παρασκευή των χρωστικών ουσιών, στις αντιδράσεις νίτρωσης των οργανικών ενώσεων, στην παρασκευή εκρηκτικών και συνθετικών λιπασμάτων. Εγκατάσταση για την παραγωγή του νιτρικού οξέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • νιτροποίηση — Μετατροπή της αμμωνίας σε νιτρικό οξύ, η οποία γίνεται στο έδαφος και στα λιμνάζοντα νερά, με τη δράση ορισμένων μικροοργανισμών. Η σημασία της ν. είναι τεράστια για την αποτελεσματική καλλιέργεια των εδαφών, γιατί επιτρέπει τη μεταβολή του… …   Dictionary of Greek

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικός — ή, ό (Α νιτρικός, ή, όν) [νίτρο(ν)] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νίτρο ή αυτός που περιέχει νίτρο 2. χημ. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρικού οξέος (α. «νιτρικό αμμώνιο» β. «νιτρικό κάλιο» γ. «νιτρικός… …   Dictionary of Greek

  • νιτρώδης — ες (Α νιτρώδης, ῶδες) [νίτρον] αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρώδους οξέος 2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί» χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια τού αζώτου και… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”